Μαντόνα, Μάικλ Τζάκσον, Mtume, B. B. & Q. Band, Bobby Orlando, Patrice Rushen, Cheryl Lynn, Indeep, Shakatak, Central Line, Chas Jankel, Level 42, Class Action, Instant Funk, The Deele, Shannon, The Jammers, Up Front κτλ.
Ως Ποστ ντίσκο (αγγλικά: Post-disco) χαρακτηρίζεται ένα μουσικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο όρος περιγράφει ένα κίνημα στην ιστορία της μουσικής που ξεκίνησε από μια πρωτοφανή αντίδραση εναντίον της ντίσκο στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία οδήγησε σε εξέγερση στο Σικάγο, ακολουθούμενη από αστικές συλλήψεις, γνωστή και ως Νύχτα Κατεδάφισης της Ντίσκο, 12 Ιουλίου 1979. Χιλιάδες ντίσκο άλμπουμ ανατινάχτηκαν εκείνη τη νύχτα. Η αντίδραση τελείωσε έμμεσα με την εμφάνιση της new wave στις αρχές της δεκαετίας του 1980.[1] Κατά τη διάρκεια της παρακμής της, η ντίσκο έδειξε έναν ολοένα και πιο ηλεκτρονικό χαρακτήρα που σύντομα ευνόησε την ανάπτυξη διαφόρων μουσικών ειδών, όπως old-school hip hop, new wave και eurodisco, και ακολουθείται από μια υπόγεια μουσική σκηνή που ονομάζεται hi-NRG, η οποία ήταν η άμεση συνέχισή της ντίσκο.
Ένα αντεργκράουντ κίνημα της ντίσκο, πιο "γυμνό" και με "ριζικά διαφορετικούς ήχους",[2] όπου δεν ήταν "ούτε ντίσκο ούτε RnB" έλαβε χώρα στην Ανατολική Ακτή.[3] Γνωστή και ως post-disco, αρχικά χρησιμοποιήθηκε από urban contemporary καλλιτέχνες που εν μέρει ήταν απάντηση στην υπερ-εμπορευματοποίηση και καλλιτεχνική πτώση της ντίσκο κουλτούρας. Αναπτύχθηκε από rhythm and blues,[4] την ηλεκτρονική πλευρά της ντίσκο, dub και διάφορα άλλα είδη. Υιοθετήθηκε από γκρουπ της Νέας Υόρκης όπως "D" Train[3] και Unlimited Touch,[3] όπου ακολούθησαν μια πιο urban προσέγγιση, ενώ γκρουπ όπως Material[5] και ESG,[6] το προσέγγισαν πιο πειραματικά. Η post-disco ήταν όπως και η ντίσκο μια αγορά που επικεντρωνόταν περισσότερο στα σινγκλ,[2] και ελεγχόταν κυρίως από ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες που δημιουργούσε μια ποικιλία στα τσαρτ από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίες του 1980. Ο περισσότερος δημιουργικός έλεγχος ήταν στα χέρια των παραγωγών και των DJ,[2] μια τάση που ξεπέρασε την εποχή της dance-pop.
↑Smay, David & Cooper, Kim (2001). Bubblegum Music Is the Naked Truth: The Dark History of Prepubescent Pop, from the Banana Splits to Britney Spears: "... think about Stock-Aitken-Waterman and Kylie Minogue. Dance pop, that's what they call it now — Post-Disco, post-new wave and incorporating elements of both." Feral House: Publisher, p. 327. (ISBN0-922915-69-5).
↑ 10,010,1Demers, Joanna (2006). «Dancing Machines: 'Dance Dance Revolution', Cybernetic Dance, and Musical Taste». Popular Music (Cambridge University Press) 25 (3): 25, 401–414. doi:10.1017/S0261143006001012. «"In terms of its song repertoire, DDR is rooted in disco and post-disco forms such as techno and house. But DDR can be read as the ultimate postmodern dance experience because the game displays various forms of dance imagery without stylistic or historical continuity (Harvey 1990, p. 62, ...)».
↑Campbell, Michael (2008). Popular Music in America. Cengage Learning. σελ. 352. ISBN0-495-50530-7. Glossary: techno – post-disco dance music in which most or all of the sounds are electronically generated
↑AllMusic - explore music ...House: "House music grew out of the post-disco dance club culture of the early '80s." Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2020
↑St. John, Graham George Michael, (2004), Rave Culture and Religion, p. 50, (ISBN0-415-31449-6), " [sic] house music. As a post-disco party music, house features a repetitive 4/4 beat and a speed of 120 or more beats per minute ..."
↑"Though it makes sense to classify any form of dance music made since disco as post-disco, each successive movement has had its own characteristics to make it significantly different from the initial post-disco era, whether it's dance-pop or techno or trance." — Allmusic