Lisp ονομάζεται μια οικογένεια γλωσσών προγραμματισμού υπολογιστών με μεγάλη ιστορία και χαρακτηριστική σύνταξη με πλήρεις παρενθέσεις. Αρχικά προσδιορίστηκε το 1958, και είναι η δεύτερη σε ηλικία γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, νεότερη μόνο από τη Fortran. Όπως και η Fortran, η Lisp έχει αλλάξει πολύ σε σχέση με την πρώτη της εμφάνιση, με αρκετές διαλέκτους της να υπάρχουν ανά την ιστορία της. Σήμερα, οι διάλεκτοι της Lisp με την περισσότερη χρήση και διάδοση είναι η Common Lisp και η Scheme.
Η Lisp δημιουργήθηκε αρχικά ως μια πρακτική μαθηματική σημειολογία για προγράμματα υπολογιστών, βασισμένη στο λογισμό λάμδα του Alonzo Church. Γρήγορα εξελίχθηκε στην γλώσσα προτίμησης για έρευνα σε τεχνητή νοημοσύνη. Ως μια από τις πρώτες γλώσσες προγραμματισμού, η Lisp πρωτοπόρησε στην εισαγωγή πολλών ιδεών στην επιστήμη υπολογιστών, όπως οι δομές δένδρων, η αυτόματη διαχείριση αποθήκευσης δεδομένων, οι δυναμικοί τύποι, ο αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός, και ο μεταγλωττιστής που μεταγλωττίζει τον εαυτό του.
Το όνομα Lisp προέρχεται από τη φράση "List Processing". Οι συνδεδεμένες λίστες είναι μία από τις σημαντικότερες δομές δεδομένων στη Lisp, και ο πηγαίος κώδικας των προγραμμάτων Lisp αποτελείται ο ίδιος από λίστες. Ως αποτέλεσμα, τα προγράμματα σε Lisp μπορούν να διαχειρίζονται και να επεξεργάζονται πηγαίο κώδικα Lisp ως άλλη μια δομή δεδομένων. Αυτό ανέδειξε τα συστήματα μακροεντολών που επιτρέπουν στους προγραμματιστές να δημιουργήσουν νέα σύνταξη ή ακόμα και νέες "μικρές γλώσσες" που περιέχονται στη Lisp.
Το γεγονός ότι ο κώδικας είναι απαράλλακτος από τα δεδομένα, δίνει στη Lisp μια χαρακτηριστική σύνταξη που αναγνωρίζεται εύκολα. Όλος ο κώδικας του προγράμματος γράφεται ως λίστες μέσα σε παρενθέσεις. Η κλήση μιας συνάρτησης γράφεται ως μια λίστα όπου το όνομα της συνάρτησης είναι πρώτο, και ακολουθούν τα ορίσματα. Για παράδειγμα, μια συνάρτηση f
που παίρνει τρία ορίσματα μπορεί να καλεσθεί με (f x y z)
.